- προπάθεια
- ἡ, ΜΑτο αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης τής ψυχήςαρχ.1. προαίσθηση για κάτι2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. συμ-πάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπαθείᾳ — προπαθείᾱͅ , προπάθεια preliminary experience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπάθεια — preliminary experience fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαθείας — προπαθείᾱς , προπάθεια preliminary experience fem acc pl προπαθείᾱς , προπάθεια preliminary experience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαθειῶν — προπάθεια preliminary experience fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαθείαις — προπάθεια preliminary experience fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπάθειαν — προπάθεια preliminary experience fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… … Dictionary of Greek